βάλανο-

βάλανο-
см. βαλανη\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βάλανο-" в других словарях:

  • πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • αποψωλώ — ἀποψωλῶ ( έω) (Α) [ψωλός] 1. γυμνώνω τη βάλανο του ανδρικού οργάνου 2. (μτχ.) ἀπεψωλημένος ασελγής, ακόλαστος …   Dictionary of Greek

  • βαλανάγρα — βαλανάγρα, η (Α) 1. κλειδί ή άγκιστρο για να τραβά κανείς τη βάλανο, τον σύρτη της πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + άγρα «κυνήγι»] …   Dictionary of Greek

  • βαλανίζω — (Α) [βάλανος] 1. σείω τη βαλανίδια και μαζεύω τα βαλανίδια 2. βάζω σε ασθενή καθαρτική βάλανο* …   Dictionary of Greek

  • βαλανώ — βαλανῶ ( όω) (Α) [βάλανος] κλείνω την πόρτα τοποθετώντας τη βάλανο …   Dictionary of Greek

  • μονοβάλανος — μονοβάλανος, ον (Α) (για κλειδί) αυτός που έχει μία μόνο βάλανο. [ΕΤΥΜΟΛ < μον(ο) * + βάλανος «σίδερο που τοποθετείται στον μοχλό της θύρας»] …   Dictionary of Greek

  • πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… …   Dictionary of Greek

  • περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • περιφίμωση — η / περιφίμωσις, ώσεως, ΝΑ [περιφιμώ] πλημμελής κατασκευή τής πόσθης έτσι που να μη μπορεί να τραβηχθεί προς τα πίσω για να αφήνει ελεύθερη τη βάλανο τού πέους …   Dictionary of Greek

  • υποσπαδίας — (Ιατρ.). Είναι η διάσταση του κάτω τοιχώματος της ουρήθρας. Απαντά κυρίως στους άντρες. Στην περίπτωση του υ. το κάτω τοίχωμα της ουρήθρας δεν έχει πλήρη διάπλαση και το εξωτερικό της στόμιο δε βρίσκεται στην κανονική του θέση στη βάλανο του… …   Dictionary of Greek

  • ακροβυστία ή ακροποσθία — Η άκρη του δέρματος του αντρικού μορίου, που καλύπτει τη βάλανο στη νηπιακή ηλικία. Στους Εβραίους (όπως και στους Αιγυπτίους και άλλους αρχαίους λαούς) συνηθίζονταν η περιτομή της α. ως είδος φυλετικής αναγνώρισης. Για τους ελληνίζοντες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»